- ἀκρήβης
- ἀκρήβηςyouth in his primemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρήβης — ἀκρήβης, ο (AM) (Α και ἄκρηβος, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή τής ηλικίας του, στον ανθό τής νιότης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο (Ι) + ἥβη] … Dictionary of Greek
ἀκρήβαις — ἀκρήβης youth in his prime masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρήβην — ἀκρήβης youth in his prime masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)